précoce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁe.kɔs/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
précoce précoces

précoce (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρώιμος
  2. πρόωρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]