préretraité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- préretraité < préretraite
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préretraité | préretraités |
θηλυκό | préretraitée | préretraitées |
préretraité (fr)
- δικαιούχος μιας προσύνταξης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préretraité | préretraités |
θηλυκό | préretraitée | préretraitées |
préretraité (fr)
- δικαιούχος μιας προσύνταξης