présentable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
présentable présentables

Επίθετο

[επεξεργασία]

présentable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παρουσιάσιμος, εμφανίσιμος
  2. (κατ’ επέκταση) ευπρεπής