prétendante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prétendante < θηλυκό του prétendant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prétendante prétendantes

prétendante (fr) θηλυκό