prétendante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- prétendante < θηλυκό του prétendant
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prétendante | prétendantes |
prétendante (fr) θηλυκό