prêcheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prêcheur | prêcheurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prêcheur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
prêcheur | prêcheurs |
prêcheur (fr) αρσενικό