pracownik
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /praˈt͡s̑ɔvʲɲik/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pracownik (pl) αρσενικό
- ο εργαζόμενος, ο εργάτης
pracownik (pl) αρσενικό