praedico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

praedico (la)

  1. δηλώνω, ισχυρίζομαι
  2. διαβεβαιώνω


Αρχικοί χρόνοι

praedico, praedicavi, praedicatum, praedicare (1η συζυγία, κλίνεται κατά το amo)