praia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
praia | praias |
praia (pt) θηλυκό
- η παραλία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
praia | praias |
praia (pt) θηλυκό