prattle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]prattle (en)
- φλυαρώ, μιλώ αδιάκοπα με παιδιάστικο τρόπο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prattle (en)
prattle (en)
prattle (en)