premi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: premi-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
premi < prem- + -i
ρήμα premi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας premas premanta premata
αόριστος premis preminta premita
μέλλοντας premos premonta premota
υποθετική premus - -
προστακτική premu - -

premi (eo)