Μετάβαση στο περιεχόμενο

prescriptible

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
prescriptible prescriptibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

prescriptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]