prilabori

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prilabori < prilabor- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα prilabori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας prilaboras prilaboranta prilaborata
αόριστος prilaboris prilaborinta prilaborita
μέλλοντας prilaboros prilaboronta prilaborota
υποθετική prilaborus - -
προστακτική prilaboru - -

prilabori (eo)

mi devas prilabori tiun dosieron - πρέπει να επεξεργαστώ αυτό το αρχείο