procuratrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
procuratrice | procuratrices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]procuratrice (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη procurer
ενικός | πληθυντικός |
procuratrice | procuratrices |
procuratrice (fr) θηλυκό