Μετάβαση στο περιεχόμενο

procuratrice

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
procuratrice procuratrices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

procuratrice (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη procurer