proficiency
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- proficiency < proficient + -ency
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]proficiency (en)
- η μεγάλη ικανότητα, η δεξιοτεχνία, η μαεστρία, η άριστη γνώση
- math proficiency - (άριστη) γνώση των μαθηματικών