profusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
profusion profusions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

profusion (fr) θηλυκό