prolong
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prolong (en)
- επιμηκύνω, παρατείνω, επεκτείνω κάτι στο χώρο ή το χρόνο
- χρονοτριβώ, καθυστερώ μια ενέργεια