επιμηκύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιμηκύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιμηκύνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.miˈci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐μη‐κύ‐νω

επιμηκύνω, πρτ.: επιμήκυνα, αόρ.: επιμήκυνα, παθ.φωνή: επιμηκύνομαι, π.αόρ.: επιμηκύνθηκα

  1. αυξάνω το μέγεθος ενός σώματος, το κάνω πιο μακρύ
  2. αυξάνω ένα χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]