prosta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]prosta (pl) < θηλυκό του prosty
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prosta (pl) αρσενικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]prosta (pl)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του prosty