prosta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

prosta (pl) < θηλυκό του prosty

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prosta (pl) αρσενικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

prosta (pl)