prothèse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
prothèse | prothèses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prothèse (fr) θηλυκό
- προσθήκη (τεχνητού άκρου)
ενικός | πληθυντικός |
prothèse | prothèses |
prothèse (fr) θηλυκό