protocolaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- protocolaire < protocole
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
protocolaire | protocolaires |
protocolaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το πρωτόκολλο, εθιμοτυπικός