Μετάβαση στο περιεχόμενο

protubérance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
protubérance protubérances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

protubérance (fr) θηλυκό

  1. εξόγκωμα
  2. απόφυση