provisional

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

provisional (en) (χωρίς παραθετικά)

  • προσωρινός, που είναι κανονισμένο μόνο για το παρόν και πιθανόν να αλλάξει στο μέλλον
    ⮡  a provisional government - προσωρινή κυβέρνηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη makeshift



Επίθετο

[επεξεργασία]

provisional (es)