provisional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
provisional (en) (χωρίς παραθετικά)
- προσωρινός, που είναι κανονισμένο μόνο για το παρόν και πιθανόν να αλλάξει στο μέλλον
Πηγές[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
provisional (es)