psorique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psorique | psoriques |
Επίθετο[επεξεργασία]
psorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ψωρίαση
ενικός | πληθυντικός |
psorique | psoriques |
psorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό