psychédélique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.ke.de.lik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psychédélique | psychédéliques |
psychédélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό