psychologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- psychologique < psychologie
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psi.kɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
psychologique | psychologiques |
psychologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό