pump
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pump | pumps |
pump (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]pump (en)
Ουαλικά (cy)
[επεξεργασία]
Αριθμητικό
[επεξεργασία]pump (cy)