Μετάβαση στο περιεχόμενο

pump

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pump pumps

pump (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

pump (en)


Αριθμητικό

[επεξεργασία]

pump (cy)