purr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | purr |
γ΄ ενικό ενεστώτα | purrs |
αόριστος | purred |
παθητική μετοχή | purred |
ενεργητική μετοχή | purring |
Ρήμα[επεξεργασία]
purr (en)
- (αμετάβατο) γουργουρίζω, για γάτα η οποία κάνει χαμηλό συνεχή ήχο στο λαιμό, ειδικά όταν είναι χαρούμενη ή άνετη, ή για πρόσωπο που κάνει παρόμοιο ήχο
- ↪ The cat was half-asleep purring.
- Ο γάτος μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας.
- ↪ My cat/my grandpa purred contentedly.
- Ο γάτος μου/Ο παππούς μου γουργούριζε ευχαριστημένος.
- ↪ The cat was half-asleep purring.
Πηγές[επεξεργασία]
- purr (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- purr (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 197. ISBN 9780194325684., λήμμα: γουργουρίζω