pusillanimité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pusillanimité < δημώδης λατινική pusillanimitas
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pusillanimité | pusillanimités |
pusillanimité (fr) θηλυκό