putrescible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
putrescible | putrescibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
putrescible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να αποσυντεθεί
ενικός | πληθυντικός |
putrescible | putrescibles |
putrescible (fr) αρσενικό ή θηλυκό