Μετάβαση στο περιεχόμενο

qarışqa

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
qarışqa < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰴𐰆𐰢𐰆𐰺𐰽𐰍𐰀 (qumursɣa, μυρμήγκι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɑrɯʃˈɡɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: qarışqa

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

qarışqa (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]