quadrige
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quadrige | quadriges |
quadrige (fr)
- (στη ρωμαϊκή αρχαιότητα) το τέθριππο άρμα
ενικός | πληθυντικός |
quadrige | quadriges |
quadrige (fr)