quantization

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
quantization < quantize + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quantization (en)

  1. η κβάντωση
  2. (μαθηματικά), (επεξεργασία σήματος) ο κβαντισμός [1]

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «κβαντισμός» από αναζήτηση «quantization» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.