quenelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quenelle | quenelles |
quenelle (fr) θηλυκό
- μακρόστενη κροκέτα από λιανισμένο ψάρι ή/και κοτόπουλο, φτιαγμένη με αυγό, αλεύρι ή ψίχα ψωμιού