quite a
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
quite a (en)
- (ιδιωματισμός) κάμποσος, αρκετός
- ↪ We still have quite a ways to go.
- Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα.
- ↪ We still have quite a ways to go.