récession
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
récession | récessions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
récession (fr) θηλυκό
- η ύφεση
ενικός | πληθυντικός |
récession | récessions |
récession (fr) θηλυκό