réductionnisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
réductionnisme | réductionnismes |
réductionnisme (fr) αρσενικό
- τάση να ελαττώνεται η εμβέλεια ενός σχεδίου