réductionnisme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
réductionnisme | réductionnismes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]réductionnisme (fr) αρσενικό
- τάση να ελαττώνεται η εμβέλεια ενός σχεδίου
ενικός | πληθυντικός |
réductionnisme | réductionnismes |
réductionnisme (fr) αρσενικό