Μετάβαση στο περιεχόμενο

réductionnisme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
réductionnisme réductionnismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

réductionnisme (fr) αρσενικό

  • τάση να ελαττώνεται η εμβέλεια ενός σχεδίου