réformiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réformiste réformistes

réformiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρεφορμιστής - ρεφορμίστρια

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réformiste réformistes

réformiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρεφορμιστικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη réforme