ρεφορμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεφορμιστικός < ρεφορμιστής
Επίθετο
[επεξεργασία]ρεφορμιστικός -ή -ό
- που είναι σχετικός ή σύμφωνος με τη θεωρία και την πρακτική του ρεφορμισμού