réfugié
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réfugié | réfugiés |
θηλυκό | réfugiée | réfugiées |
réfugié (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réfugié | réfugiés |
θηλυκό | réfugiée | réfugiées |
réfugié (fr) αρσενικό