Μετάβαση στο περιεχόμενο

réitération

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
réitération < ré- + itération

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
réitération réitérations

réitération (fr) θηλυκό