rémouleur
Εμφάνιση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rémouleur | rémouleurs |
θηλυκό | rémouleuse | rémouleuses |
rémouleur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rémouleur | rémouleurs |
θηλυκό | rémouleuse | rémouleuses |
rémouleur (fr) αρσενικό