résignation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
résignation résignations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

résignation (fr) θηλυκό

  1. η παραίτηση
  2. η παθητικότητα
  3. η καρτερία