résurrection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
résurrection résurrections

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

résurrection (fr) θηλυκό