révérence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
révérence révérences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

révérence (fr) θηλυκό