ρεβεράντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεβεράντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική reverenza

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεβεράντζα και ρεβερέντζα θηλυκό

  1. μεγάλη υπόκλιση που δείχνει σεβασμό
  2. (μεταφορικά) υποκριτική υπόκλιση σε κάποιον
    δε σταματάει τις ρεβεράντζες κάθε φορά που τον βλέπει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]