raboso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
raboso | rabosi |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
raboso (it) αρσενικό
- είδος αμπέλου που καλλιεργείται στο Βένετο της Ιταλίας
- (ποτό) το κρασί που παράγεται από τα παραπάνω αμπέλια
Πηγές[επεξεργασία]
- raboso - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).