radiateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
radiateur < radiation

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
radiateur radiateurs

radiateur (fr) αρσενικό

  1. το καλοριφέρ, θερμαντικό σώμα
  2. η ψύκτρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη rai