rajustement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rajustement < rajuster
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rajustement | rajustements |
rajustement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
rajustement | rajustements |
rajustement (fr) αρσενικό