ramifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ramifier (fr)
- διαιρώ κάτι σε κλάδους· λέγεται για δέντρα, φλέβες, αρτηρίες, νεύρα κλπ
- se ramifier: διακλαδίζομαι