Μετάβαση στο περιεχόμενο

rampe

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rampe rampes

rampe (fr) θηλυκό